Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὀρυά
ὀρύα
ὀρυγεύς
ὀρυγή
ὄρυγμα
ὄρυζα
ὀρυζίτης
ὀρυζοτροφέω
View word page
ὀρτυγοτροφέω
feed quails

ShortDef

feed quails

Debugging

Headword:
ὀρτυγοτροφέω
Headword (normalized):
ὀρτυγοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
ορτυγοτροφεω
IDX:
63322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63323
Key:

Data

{'content': 'feed quails'}