Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὀρυά
ὀρύα
ὀρυγεύς
ὀρυγή
ὄρυγμα
ὄρυζα
ὀρυζίτης
View word page
ὀρτυγοτροφεῖον
quail-coop
ShortDef
quail-coop
Debugging
Headword:
ὀρτυγοτροφεῖον
Headword (normalized):
ὀρτυγοτροφεῖον
Headword (normalized/stripped):
ορτυγοτροφειον
IDX:
63321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63322
Key:
Data
{'content': 'quail-coop'}