Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὀρυά
ὀρύα
ὀρυγεύς
ὀρυγή
ὄρυγμα
ὄρυζα
View word page
ὀρτυγοπώλης
dealer in quails

ShortDef

dealer in quails

Debugging

Headword:
ὀρτυγοπώλης
Headword (normalized):
ὀρτυγοπώλης
Headword (normalized/stripped):
ορτυγοπωλης
IDX:
63320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63321
Key:

Data

{'content': 'dealer in quails'}