Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὁρτήσιος
Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὀρυά
ὀρύα
ὀρυγεύς
ὀρυγή
ὄρυγμα
View word page
ὀρτυγομήτρα
a bird which migrates with the quails

ShortDef

a bird which migrates with the quails

Debugging

Headword:
ὀρτυγομήτρα
Headword (normalized):
ὀρτυγομήτρα
Headword (normalized/stripped):
ορτυγομητρα
IDX:
63319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63320
Key:

Data

{'content': 'a bird which migrates with the quails'}