Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπολαυστία
ἀναπόλαυστος
ἀναπολεμέω
ἀναπολεύω
ἀναπολέω
ἀναπόλησις
ἀναπολητέον
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
ἀναπόλυτος
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπορεύομαι
ἀναπόρριφος
ἀναπόσβεστος
ἀνάποσις
ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
View word page
ἀναπομπή
a sending up
ShortDef
a sending up
Debugging
Headword:
ἀναπομπή
Headword (normalized):
ἀναπομπή
Headword (normalized/stripped):
αναπομπη
IDX:
6331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6332
Key:
Data
{'content': 'a sending up'}