Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὁρτησία
Ὁρτήσιος
Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὀρυά
ὀρύα
ὀρυγεύς
ὀρυγή
View word page
ὀρτυγομανία
madness after quails

ShortDef

madness after quails

Debugging

Headword:
ὀρτυγομανία
Headword (normalized):
ὀρτυγομανία
Headword (normalized/stripped):
ορτυγομανια
IDX:
63318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63319
Key:

Data

{'content': 'madness after quails'}