Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρτάλιχος
Ὁρτησία
Ὁρτήσιος
Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὀρυά
ὀρύα
ὀρυγεύς
View word page
ὀρτυγοκόπος
a quail-striker

ShortDef

a quail-striker

Debugging

Headword:
ὀρτυγοκόπος
Headword (normalized):
ὀρτυγοκόπος
Headword (normalized/stripped):
ορτυγοκοπος
IDX:
63317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63318
Key:

Data

{'content': 'a quail-striker'}