Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρταλίς
ὀρτάλιχος
Ὁρτησία
Ὁρτήσιος
Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὀρυά
ὀρύα
View word page
ὀρτυγοκοπικός
skilled in the game of quail-striking

ShortDef

skilled in the game of quail-striking

Debugging

Headword:
ὀρτυγοκοπικός
Headword (normalized):
ὀρτυγοκοπικός
Headword (normalized/stripped):
ορτυγοκοπικος
IDX:
63316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63317
Key:

Data

{'content': 'skilled in the game of quail-striking'}