Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρσύδρα
ὀρταλίς
ὀρτάλιχος
Ὁρτησία
Ὁρτήσιος
Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὀρυά
View word page
ὀρτυγοκοπία
the game of quail-striking
ShortDef
the game of quail-striking
Debugging
Headword:
ὀρτυγοκοπία
Headword (normalized):
ὀρτυγοκοπία
Headword (normalized/stripped):
ορτυγοκοπια
IDX:
63315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63316
Key:
Data
{'content': 'the game of quail-striking'}