Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρσοτρίαινα
ὀρσύδρα
ὀρταλίς
ὀρτάλιχος
Ὁρτησία
Ὁρτήσιος
Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
View word page
ὀρτυγοκοπέω
play at quail striking

ShortDef

play at quail striking

Debugging

Headword:
ὀρτυγοκοπέω
Headword (normalized):
ὀρτυγοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
ορτυγοκοπεω
IDX:
63314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63315
Key:

Data

{'content': 'play at quail striking'}