Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρσύδρα
ὀρταλίς
ὀρτάλιχος
Ὁρτησία
Ὁρτήσιος
Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
ὀρτυγοτρόφος
View word page
ὀρτυγοκόμος
keeper of quails

ShortDef

keeper of quails

Debugging

Headword:
ὀρτυγοκόμος
Headword (normalized):
ὀρτυγοκόμος
Headword (normalized/stripped):
ορτυγοκομος
IDX:
63313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63314
Key:

Data

{'content': 'keeper of quails'}