Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρσύδρα
ὀρταλίς
ὀρτάλιχος
Ὁρτησία
Ὁρτήσιος
Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
ὀρτυγοτροφέω
View word page
ὀρτυγοθήρας
quail-catcher

ShortDef

quail-catcher

Debugging

Headword:
ὀρτυγοθήρας
Headword (normalized):
ὀρτυγοθήρας
Headword (normalized/stripped):
ορτυγοθηρας
IDX:
63312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63313
Key:

Data

{'content': 'quail-catcher'}