Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρσύδρα
ὀρταλίς
ὀρτάλιχος
Ὁρτησία
Ὁρτήσιος
Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
ὀρτυγοτροφεῖον
View word page
Ὀρτυγίη
Ortygia

ShortDef

Ortygia

Debugging

Headword:
Ὀρτυγίη
Headword (normalized):
ὀρτυγίη
Headword (normalized/stripped):
ορτυγιη
IDX:
63311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63312
Key:

Data

{'content': 'Ortygia'}