Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρσόθριξ
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρσύδρα
ὀρταλίς
ὀρτάλιχος
Ὁρτησία
Ὁρτήσιος
Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοπώλης
View word page
Ὀρτυγία
quail-island
ShortDef
quail-island
Debugging
Headword:
Ὀρτυγία
Headword (normalized):
ὀρτυγία
Headword (normalized/stripped):
ορτυγια
IDX:
63310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63311
Key:
Data
{'content': 'quail-island'}