Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρσοδάκνη
ὀρσόθριξ
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρσύδρα
ὀρταλίς
ὀρτάλιχος
Ὁρτησία
Ὁρτήσιος
Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
ὀρτυγομήτρα
View word page
Ὁρτήσιος
Hortensius
ShortDef
Hortensius
Debugging
Headword:
Ὁρτήσιος
Headword (normalized):
ὁρτήσιος
Headword (normalized/stripped):
ορτησιος
IDX:
63309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63310
Key:
Data
{'content': 'Hortensius'}