Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπολάζω
ἀναπολαυστία
ἀναπόλαυστος
ἀναπολεμέω
ἀναπολεύω
ἀναπολέω
ἀναπόλησις
ἀναπολητέον
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
ἀναπόλυτος
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπορεύομαι
ἀναπόρριφος
ἀναπόσβεστος
ἀνάποσις
ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
View word page
ἀναπόλυτος
not able to get loose, sessile
ShortDef
not able to get loose, sessile
Debugging
Headword:
ἀναπόλυτος
Headword (normalized):
ἀναπόλυτος
Headword (normalized/stripped):
αναπολυτος
IDX:
6330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6331
Key:
Data
{'content': 'not able to get loose, sessile'}