Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρσίπους
ὀρσοδάκνη
ὀρσόθριξ
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρσύδρα
ὀρταλίς
ὀρτάλιχος
Ὁρτησία
Ὁρτήσιος
Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομανία
View word page
Ὁρτησία
Hortensia
ShortDef
Hortensia
Debugging
Headword:
Ὁρτησία
Headword (normalized):
ὁρτησία
Headword (normalized/stripped):
ορτησια
IDX:
63308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63309
Key:
Data
{'content': 'Hortensia'}