Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοδάκνη
ὀρσόθριξ
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρσύδρα
ὀρταλίς
ὀρτάλιχος
Ὁρτησία
Ὁρτήσιος
Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
ὀρτυγοκοπέω
ὀρτυγοκοπία
ὀρτυγοκοπικός
ὀρτυγοκόπος
View word page
ὀρτάλιχος
a chick, chicken
ShortDef
a chick, chicken
Debugging
Headword:
ὀρτάλιχος
Headword (normalized):
ὀρτάλιχος
Headword (normalized/stripped):
ορταλιχος
IDX:
63307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63308
Key:
Data
{'content': 'a chick, chicken'}