Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρσιβάκχας
ὀρσιγύναικα
ὀρσίκτυπος
ὀρσίμαχος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοδάκνη
ὀρσόθριξ
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρσύδρα
ὀρταλίς
ὀρτάλιχος
Ὁρτησία
Ὁρτήσιος
Ὀρτυγία
Ὀρτυγίη
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόμος
View word page
ὀρσόλοπος
eager for the fray

ShortDef

eager for the fray

Debugging

Headword:
ὀρσόλοπος
Headword (normalized):
ὀρσόλοπος
Headword (normalized/stripped):
ορσολοπος
IDX:
63303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63304
Key:

Data

{'content': 'eager for the fray'}