Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρρωδέω
ὀρρώδης
ὀρρωδία
ὀρσίαλος
ὀρσιβάκχας
ὀρσιγύναικα
ὀρσίκτυπος
ὀρσίμαχος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοδάκνη
ὀρσόθριξ
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρσύδρα
ὀρταλίς
ὀρτάλιχος
Ὁρτησία
Ὁρτήσιος
View word page
ὀρσοδάκνη
an insect which eats the buds of plants

ShortDef

an insect which eats the buds of plants

Debugging

Headword:
ὀρσοδάκνη
Headword (normalized):
ὀρσοδάκνη
Headword (normalized/stripped):
ορσοδακνη
IDX:
63299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63300
Key:

Data

{'content': 'an insect which eats the buds of plants'}