Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπόκριτος
ἀναπολάζω
ἀναπολαυστία
ἀναπόλαυστος
ἀναπολεμέω
ἀναπολεύω
ἀναπολέω
ἀναπόλησις
ἀναπολητέον
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
ἀναπόλυτος
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπορεύομαι
ἀναπόρριφος
ἀναπόσβεστος
ἀνάποσις
ἀναπόσπαστος
View word page
ἀναπολόγητος
inexcusable
ShortDef
inexcusable
Debugging
Headword:
ἀναπολόγητος
Headword (normalized):
ἀναπολόγητος
Headword (normalized/stripped):
αναπολογητος
IDX:
6329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6330
Key:
Data
{'content': 'inexcusable'}