Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρρός
ὀρρωδέω
ὀρρώδης
ὀρρωδία
ὀρσίαλος
ὀρσιβάκχας
ὀρσιγύναικα
ὀρσίκτυπος
ὀρσίμαχος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοδάκνη
ὀρσόθριξ
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρσύδρα
ὀρταλίς
ὀρτάλιχος
Ὁρτησία
View word page
ὀρσίπους
swift-footed
ShortDef
swift-footed
Debugging
Headword:
ὀρσίπους
Headword (normalized):
ὀρσίπους
Headword (normalized/stripped):
ορσιπους
IDX:
63298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63299
Key:
Data
{'content': 'swift-footed'}