Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὄρρος
ὀρρός
ὀρρωδέω
ὀρρώδης
ὀρρωδία
ὀρσίαλος
ὀρσιβάκχας
ὀρσιγύναικα
ὀρσίκτυπος
ὀρσίμαχος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοδάκνη
ὀρσόθριξ
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρσύδρα
View word page
ὀρσίκτυπος
stirring

ShortDef

stirring

Debugging

Headword:
ὀρσίκτυπος
Headword (normalized):
ὀρσίκτυπος
Headword (normalized/stripped):
ορσικτυπος
IDX:
63295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63296
Key:

Data

{'content': 'stirring'}