Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρρόμελι
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὄρρος
ὀρρός
ὀρρωδέω
ὀρρώδης
ὀρρωδία
ὀρσίαλος
ὀρσιβάκχας
ὀρσιγύναικα
ὀρσίκτυπος
ὀρσίμαχος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοδάκνη
ὀρσόθριξ
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
View word page
ὀρσιγύναικα
one who excites women

ShortDef

one who excites women

Debugging

Headword:
ὀρσιγύναικα
Headword (normalized):
ὀρσιγύναικα
Headword (normalized/stripped):
ορσιγυναικα
IDX:
63294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63295
Key:

Data

{'content': 'one who excites women'}