Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅρριον
ὀρρόμελι
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὄρρος
ὀρρός
ὀρρωδέω
ὀρρώδης
ὀρρωδία
ὀρσίαλος
ὀρσιβάκχας
ὀρσιγύναικα
ὀρσίκτυπος
ὀρσίμαχος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοδάκνη
ὀρσόθριξ
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
View word page
ὀρσιβάκχας
inspiring Bacchants

ShortDef

inspiring Bacchants

Debugging

Headword:
ὀρσιβάκχας
Headword (normalized):
ὀρσιβάκχας
Headword (normalized/stripped):
ορσιβακχας
IDX:
63293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63294
Key:

Data

{'content': 'inspiring Bacchants'}