Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὅρπηξ
ὁρρεοπραιποσιτία
ὅρριον
ὀρρόμελι
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὄρρος
ὀρρός
ὀρρωδέω
ὀρρώδης
ὀρρωδία
ὀρσίαλος
ὀρσιβάκχας
ὀρσιγύναικα
ὀρσίκτυπος
ὀρσίμαχος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοδάκνη
ὀρσόθριξ
ὀρσοθύρη
View word page
ὀρρωδία
terror, affright
ShortDef
terror, affright
Debugging
Headword:
ὀρρωδία
Headword (normalized):
ὀρρωδία
Headword (normalized/stripped):
ορρωδια
IDX:
63291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63292
Key:
Data
{'content': 'terror, affright'}