Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄρπηξ
ὅρπηξ
ὁρρεοπραιποσιτία
ὅρριον
ὀρρόμελι
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὄρρος
ὀρρός
ὀρρωδέω
ὀρρώδης
ὀρρωδία
ὀρσίαλος
ὀρσιβάκχας
ὀρσιγύναικα
ὀρσίκτυπος
ὀρσίμαχος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοδάκνη
ὀρσόθριξ
View word page
ὀρρώδης
pertaining to the rump

ShortDef

pertaining to the rump

Debugging

Headword:
ὀρρώδης
Headword (normalized):
ὀρρώδης
Headword (normalized/stripped):
ορρωδης
IDX:
63290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63291
Key:

Data

{'content': 'pertaining to the rump'}