Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναποκλύζω
ἀναπόκριτος
ἀναπολάζω
ἀναπολαυστία
ἀναπόλαυστος
ἀναπολεμέω
ἀναπολεύω
ἀναπολέω
ἀναπόλησις
ἀναπολητέον
ἀναπολίζω
ἀναπολόγητος
ἀναπόλυτος
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπορεύομαι
ἀναπόρριφος
ἀναπόσβεστος
ἀνάποσις
View word page
ἀναπολίζω
cultivate, plough

ShortDef

cultivate, plough

Debugging

Headword:
ἀναπολίζω
Headword (normalized):
ἀναπολίζω
Headword (normalized/stripped):
αναπολιζω
IDX:
6328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6329
Key:

Data

{'content': 'cultivate, plough'}