Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀροφωτός
ὅρπαξ
ὄρπηξ
ὅρπηξ
ὁρρεοπραιποσιτία
ὅρριον
ὀρρόμελι
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὄρρος
ὀρρός
ὀρρωδέω
ὀρρώδης
ὀρρωδία
ὀρσίαλος
ὀρσιβάκχας
ὀρσιγύναικα
ὀρσίκτυπος
ὀρσίμαχος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
View word page
ὀρρός
the watery or serous part of milk

ShortDef

the watery or serous part of milk

Debugging

Headword:
ὀρρός
Headword (normalized):
ὀρρός
Headword (normalized/stripped):
ορρος
IDX:
63288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63289
Key:

Data

{'content': 'the watery or serous part of milk'}