Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρόφωσις
ὀροφωτός
ὅρπαξ
ὄρπηξ
ὅρπηξ
ὁρρεοπραιποσιτία
ὅρριον
ὀρρόμελι
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὄρρος
ὀρρός
ὀρρωδέω
ὀρρώδης
ὀρρωδία
ὀρσίαλος
ὀρσιβάκχας
ὀρσιγύναικα
ὀρσίκτυπος
ὀρσίμαχος
ὀρσινεφής
View word page
ὄρρος
end of the os sacrum, rump

ShortDef

end of the os sacrum, rump

Debugging

Headword:
ὄρρος
Headword (normalized):
ὄρρος
Headword (normalized/stripped):
ορρος
IDX:
63287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63288
Key:

Data

{'content': 'end of the os sacrum, rump'}