Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρόφωμα
ὀρόφωσις
ὀροφωτός
ὅρπαξ
ὄρπηξ
ὅρπηξ
ὁρρεοπραιποσιτία
ὅρριον
ὀρρόμελι
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὄρρος
ὀρρός
ὀρρωδέω
ὀρρώδης
ὀρρωδία
ὀρσίαλος
ὀρσιβάκχας
ὀρσιγύναικα
ὀρσίκτυπος
ὀρσίμαχος
View word page
ὀρροπυγόστικτος
having a spotted tail

ShortDef

having a spotted tail

Debugging

Headword:
ὀρροπυγόστικτος
Headword (normalized):
ὀρροπυγόστικτος
Headword (normalized/stripped):
ορροπυγοστικτος
IDX:
63286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63287
Key:

Data

{'content': 'having a spotted tail'}