Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀροφύλαξ
ὀρόφωμα
ὀρόφωσις
ὀροφωτός
ὅρπαξ
ὄρπηξ
ὅρπηξ
ὁρρεοπραιποσιτία
ὅρριον
ὀρρόμελι
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὄρρος
ὀρρός
ὀρρωδέω
ὀρρώδης
ὀρρωδία
ὀρσίαλος
ὀρσιβάκχας
ὀρσιγύναικα
ὀρσίκτυπος
View word page
ὀρροπύγιον
the rump
ShortDef
the rump
Debugging
Headword:
ὀρροπύγιον
Headword (normalized):
ὀρροπύγιον
Headword (normalized/stripped):
ορροπυγιον
IDX:
63285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63286
Key:
Data
{'content': 'the rump'}