Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁροφυλακικός
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
ὀρόφωμα
ὀρόφωσις
ὀροφωτός
ὅρπαξ
ὄρπηξ
ὅρπηξ
ὁρρεοπραιποσιτία
ὅρριον
ὀρρόμελι
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὄρρος
ὀρρός
ὀρρωδέω
ὀρρώδης
ὀρρωδία
ὀρσίαλος
ὀρσιβάκχας
View word page
ὅρριον
granary
ShortDef
granary
Debugging
Headword:
ὅρριον
Headword (normalized):
ὅρριον
Headword (normalized/stripped):
ορριον
IDX:
63283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63284
Key:
Data
{'content': 'granary'}