Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀροφόω
ὁροφυλακέω
ὁροφυλακικός
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
ὀρόφωμα
ὀρόφωσις
ὀροφωτός
ὅρπαξ
ὄρπηξ
ὅρπηξ
ὁρρεοπραιποσιτία
ὅρριον
ὀρρόμελι
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὄρρος
ὀρρός
ὀρρωδέω
ὀρρώδης
ὀρρωδία
View word page
ὅρπηξ
shoot, sapling
ShortDef
shoot, sapling
Debugging
Headword:
ὅρπηξ
Headword (normalized):
ὅρπηξ
Headword (normalized/stripped):
ορπηξ
IDX:
63281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63282
Key:
Data
{'content': 'shoot, sapling'}