Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρόφινος
ὄροφος
ὀροφόω
ὁροφυλακέω
ὁροφυλακικός
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
ὀρόφωμα
ὀρόφωσις
ὀροφωτός
ὅρπαξ
ὄρπηξ
ὅρπηξ
ὁρρεοπραιποσιτία
ὅρριον
ὀρρόμελι
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὄρρος
ὀρρός
ὀρρωδέω
View word page
ὅρπαξ
branch
ShortDef
branch
Debugging
Headword:
ὅρπαξ
Headword (normalized):
ὅρπαξ
Headword (normalized/stripped):
ορπαξ
IDX:
63279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63280
Key:
Data
{'content': 'branch'}