Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀροφικός
ὀρόφινος
ὄροφος
ὀροφόω
ὁροφυλακέω
ὁροφυλακικός
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
ὀρόφωμα
ὀρόφωσις
ὀροφωτός
ὅρπαξ
ὄρπηξ
ὅρπηξ
ὁρρεοπραιποσιτία
ὅρριον
ὀρρόμελι
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
ὄρρος
ὀρρός
View word page
ὀροφωτός
roofed

ShortDef

roofed

Debugging

Headword:
ὀροφωτός
Headword (normalized):
ὀροφωτός
Headword (normalized/stripped):
οροφωτος
IDX:
63278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63279
Key:

Data

{'content': 'roofed'}