Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀροφιαῖος
ὀροφίας
ὀροφικός
ὀρόφινος
ὄροφος
ὀροφόω
ὁροφυλακέω
ὁροφυλακικός
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
ὀρόφωμα
ὀρόφωσις
ὀροφωτός
ὅρπαξ
ὄρπηξ
ὅρπηξ
ὁρρεοπραιποσιτία
ὅρριον
ὀρρόμελι
ὀρροπύγιον
ὀρροπυγόστικτος
View word page
ὀρόφωμα
roof, ceiling
ShortDef
roof, ceiling
Debugging
Headword:
ὀρόφωμα
Headword (normalized):
ὀρόφωμα
Headword (normalized/stripped):
οροφωμα
IDX:
63276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63277
Key:
Data
{'content': 'roof, ceiling'}