Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀροφηφόρος
ὀροφιαῖος
ὀροφίας
ὀροφικός
ὀρόφινος
ὄροφος
ὀροφόω
ὁροφυλακέω
ὁροφυλακικός
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
ὀρόφωμα
ὀρόφωσις
ὀροφωτός
ὅρπαξ
ὄρπηξ
ὅρπηξ
ὁρρεοπραιποσιτία
ὅρριον
ὀρρόμελι
ὀρροπύγιον
View word page
ὀροφύλαξ
mountain-guard
ShortDef
mountain-guard
Debugging
Headword:
ὀροφύλαξ
Headword (normalized):
ὀροφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
οροφυλαξ
IDX:
63275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63276
Key:
Data
{'content': 'mountain-guard'}