Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφιαῖος
ὀροφίας
ὀροφικός
ὀρόφινος
ὄροφος
ὀροφόω
ὁροφυλακέω
ὁροφυλακικός
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
ὀρόφωμα
ὀρόφωσις
ὀροφωτός
ὅρπαξ
ὄρπηξ
ὅρπηξ
ὁρρεοπραιποσιτία
View word page
ὁροφυλακέω
to be a frontier guard

ShortDef

to be a frontier guard

Debugging

Headword:
ὁροφυλακέω
Headword (normalized):
ὁροφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
οροφυλακεω
IDX:
63272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63273
Key:

Data

{'content': 'to be a frontier guard'}