Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὀροσάγγαι
ὀρόσπιζος
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφιαῖος
ὀροφίας
ὀροφικός
ὀρόφινος
ὄροφος
ὀροφόω
ὁροφυλακέω
ὁροφυλακικός
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
ὀρόφωμα
ὀρόφωσις
ὀροφωτός
ὅρπαξ
View word page
ὀρόφινος
roofed with reeds

ShortDef

roofed with reeds

Debugging

Headword:
ὀρόφινος
Headword (normalized):
ὀρόφινος
Headword (normalized/stripped):
οροφινος
IDX:
63269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63270
Key:

Data

{'content': 'roofed with reeds'}