Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρός
Ὀροσάγγαι
ὀρόσπιζος
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφιαῖος
ὀροφίας
ὀροφικός
ὀρόφινος
ὄροφος
ὀροφόω
ὁροφυλακέω
ὁροφυλακικός
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
ὀρόφωμα
ὀρόφωσις
ὀροφωτός
View word page
ὀροφικός
of or for a roof

ShortDef

of or for a roof

Debugging

Headword:
ὀροφικός
Headword (normalized):
ὀροφικός
Headword (normalized/stripped):
οροφικος
IDX:
63268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63269
Key:

Data

{'content': 'of or for a roof'}