Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅρος
ὄρος
ὀρός
Ὀροσάγγαι
ὀρόσπιζος
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφιαῖος
ὀροφίας
ὀροφικός
ὀρόφινος
ὄροφος
ὀροφόω
ὁροφυλακέω
ὁροφυλακικός
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
ὀρόφωμα
View word page
ὀροφιαῖος
of or belonging to the ὀροφή, roof

ShortDef

of or belonging to the ὀροφή, roof

Debugging

Headword:
ὀροφιαῖος
Headword (normalized):
ὀροφιαῖος
Headword (normalized/stripped):
οροφιαιος
IDX:
63266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63267
Key:

Data

{'content': 'of or belonging to the ὀροφή, roof'}