Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀροποτίη
ὅρος
ὄρος
ὀρός
Ὀροσάγγαι
ὀρόσπιζος
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφιαῖος
ὀροφίας
ὀροφικός
ὀρόφινος
ὄροφος
ὀροφόω
ὁροφυλακέω
ὁροφυλακικός
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
View word page
ὀροφηφόρος
bearing a roof
ShortDef
bearing a roof
Debugging
Headword:
ὀροφηφόρος
Headword (normalized):
ὀροφηφόρος
Headword (normalized/stripped):
οροφηφορος
IDX:
63265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63266
Key:
Data
{'content': 'bearing a roof'}