Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀροπέδιον
ὀροποτέω
ὀροποτίη
ὅρος
ὄρος
ὀρός
Ὀροσάγγαι
ὀρόσπιζος
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφιαῖος
ὀροφίας
ὀροφικός
ὀρόφινος
ὄροφος
ὀροφόω
ὁροφυλακέω
ὁροφυλακικός
View word page
ὀροφή
the roof of a house

ShortDef

the roof of a house

Debugging

Headword:
ὀροφή
Headword (normalized):
ὀροφή
Headword (normalized/stripped):
οροφη
IDX:
63263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63264
Key:

Data

{'content': 'the roof of a house'}