Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρομαλίδες
ὄρον
Ὀρόντης
ὀρονύχιον
ὀροπέδιον
ὀροποτέω
ὀροποτίη
ὅρος
ὄρος
ὀρός
Ὀροσάγγαι
ὀρόσπιζος
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφιαῖος
ὀροφίας
ὀροφικός
ὀρόφινος
View word page
Ὀροσάγγαι
benefactors

ShortDef

benefactors

Debugging

Headword:
Ὀροσάγγαι
Headword (normalized):
ὀροσάγγαι
Headword (normalized/stripped):
οροσαγγαι
IDX:
63259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63260
Key:

Data

{'content': 'benefactors'}