Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄρομαι
ὀρομαλίδες
ὄρον
Ὀρόντης
ὀρονύχιον
ὀροπέδιον
ὀροποτέω
ὀροποτίη
ὅρος
ὄρος
ὀρός
Ὀροσάγγαι
ὀρόσπιζος
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφιαῖος
ὀροφίας
ὀροφικός
View word page
ὀρός
the watery or serous part of milk

ShortDef

the watery or serous part of milk

Debugging

Headword:
ὀρός
Headword (normalized):
ὀρός
Headword (normalized/stripped):
ορος
IDX:
63258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63259
Key:

Data

{'content': 'the watery or serous part of milk'}