Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀροκάρυον
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
ὄρον
Ὀρόντης
ὀρονύχιον
ὀροπέδιον
ὀροποτέω
ὀροποτίη
ὅρος
ὄρος
ὀρός
Ὀροσάγγαι
ὀρόσπιζος
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφιαῖος
ὀροφίας
View word page
ὄρος
a mountain, hill
ShortDef
a mountain, hill
Debugging
Headword:
ὄρος
Headword (normalized):
ὄρος
Headword (normalized/stripped):
ορος
IDX:
63257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63258
Key:
Data
{'content': 'a mountain, hill'}