Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὀροίτης
ὀροκάρυον
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
ὄρον
Ὀρόντης
ὀρονύχιον
ὀροπέδιον
ὀροποτέω
ὀροποτίη
ὅρος
ὄρος
ὀρός
Ὀροσάγγαι
ὀρόσπιζος
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφιαῖος
View word page
ὅρος
a boundary, landmark
ShortDef
a boundary, landmark
Debugging
Headword:
ὅρος
Headword (normalized):
ὅρος
Headword (normalized/stripped):
ορος
IDX:
63256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63257
Key:
Data
{'content': 'a boundary, landmark'}