Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁροθέτης
ὀροθύνω
Ὀροίτης
ὀροκάρυον
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
ὄρον
Ὀρόντης
ὀρονύχιον
ὀροπέδιον
ὀροποτέω
ὀροποτίη
ὅρος
ὄρος
ὀρός
Ὀροσάγγαι
ὀρόσπιζος
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
View word page
ὀροποτέω
drink whey

ShortDef

drink whey

Debugging

Headword:
ὀροποτέω
Headword (normalized):
ὀροποτέω
Headword (normalized/stripped):
οροποτεω
IDX:
63254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63255
Key:

Data

{'content': 'drink whey'}