Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀροδεμνιάδες
ὁροθεσία
ὁροθετέω
ὁροθέτης
ὀροθύνω
Ὀροίτης
ὀροκάρυον
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
ὄρον
Ὀρόντης
ὀρονύχιον
ὀροπέδιον
ὀροποτέω
ὀροποτίη
ὅρος
ὄρος
ὀρός
Ὀροσάγγαι
ὀρόσπιζος
ὀροτύπος
View word page
Ὀρόντης
Orontes
ShortDef
Orontes
Debugging
Headword:
Ὀρόντης
Headword (normalized):
ὀρόντης
Headword (normalized/stripped):
οροντης
IDX:
63251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63252
Key:
Data
{'content': 'Orontes'}